- τρύμα
- το / τρῡμα, -ύματος, ΝΜΑ [τρύω]οπή που έχει προκύψει από τριβήνεοελλ.βοτ. δρύπη τής οποίας το εξωκάρπιο και το μεσοκάρπιο αποχωρίζονται από το ενδοκάρπιομσν.-αρχ.(κατά τον Θεόγνωστ.) «πόνος».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρῦμα — hole neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρύμα — τρύ̱μᾱ , τρύμη hole fem nom/voc/acc dual τρύ̱μᾱ , τρύμη hole fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυμάτιον — τὸ, Α [τρῡμα, τρύματος] (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) υποκορ. τού τρύμα … Dictionary of Greek
τρυμαλιά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρυμαλιή Α (στην αρχ. με τη λ. ῥαφίς) η οπή τής βελόνας αρχ. οπή, τρύπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύμη / τρῦμα (για τον σχηματισμό τής λ. βλ. λ. αρμαλιά)] … Dictionary of Greek
τρύω — Α (εύχρηστοι τ. ο παθ. παρακμ. τέτρυμαι και η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. τετρυμένος) βασανίζω, ταλαιπωρώ («ἀεὶ δὲ τοῡ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῡ τρύσει σ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρύω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *teru / *tru , η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη … Dictionary of Greek
ter-3, terǝ- and teri-, trī- — ter 3, terǝ and teri , trī English meaning: to rub Deutsche Übersetzung: “reiben; drehend reiben” (from which “drehen”), “(reibend) durchbohren” Note: also teru : treu (extended with b, g, gh, ĝh, k, p); here ter 2 “tender” (eig … Proto-Indo-European etymological dictionary